Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΓΙΝΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ

αποσπασμα από το κειμενο:
Μερικές διευκρινισεισ  για τον καπιταλισμό, το κεφάλαιο, την κεφαλαιοποιημενη κοινωνια
Ιανουάριος 2010, Temps critiques

 

43Κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον εσωτερικές συγκρούσεις στον καπιταλισμό, που να είναι φορείς ενός ριζοσπαστικού ανταγωνισμού 38 . Το κεφάλαιο δεν είναι πλέον μια ανταγωνιστική κοινωνική σχέση μεταξύ τάξεων. Δεν υπάρχει πλέον αντικειμενική αντίφαση εσωτερική και συγκεκριμένη που να οδηγεί αυτόματα σε μια τελική κρίση. Ο γνωστή αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ενσωματώθηκε από τη δυναμική του κεφαλαίου, όπως πιστεύουμε ότι έχουμε δείξει στο  μετά την επανάσταση του κεφαλαίου 39 , όπως έχει ενσωματωθεί και η αντίφαση μεταξύ των τάξεων-υποκειμένων, ικανών να αναπτύξουν μια Επαναστατική  προοπτική 40 .
44Δεν υπάρχει από την μία πλευρά, αυτό που θα ήταν η δυναμική του κεφαλαίου και από την άλλη οι ταξικοί αγώνες. Αυτό επιστρέφει στη θεώρηση του κεφαλαίου ως κάτι εξωτερικό, ενώ η δυναμική του κεφαλαίου έχει καταφέρει να επιβάλει μέσα στους ταξικούς αγώνες την κυρίαρχη δύναμή του. Από αυτή την άποψη, η περίοδος του 68 (με την ευρεία έννοια) έχει εκφράσει το υψηλότερο επίπεδο που επιτεύχθηκε από αυτή την δυναμική. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι συνεχίζει έξω από τη διαλεκτική των τάξεων, ως ένα είδος τρελής μηχανής στηριζόμενης στις τεχνολογικές καινοτομίες και το πλασματικό κεφάλαιο. Σχετικά με την τεχνική μπορούμε να πούμε ότι έχουμε εδώ ένα παράδειγμα της δυναμικής του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση, τουλάχιστον αρχικά. Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει αναλάβει ένα παγκόσμιο σχέδιο της κοινωνίας, ενημερώνοντας τις πολιτικές αποφάσεις (αυτό δεν ήταν μια μοίρα) και αφήνει να εννοηθεί ότι το σχέδιο αυτό ανταποκρίνεται σε μια ανθρώπινη περιπέτεια η οποία ήταν προγενέστερη 41 .
45Πώς λειτουργεί αυτή η «επανάσταση του κεφαλαίου», ενώ ήταν η προλεταριακή επανάσταση που αναμενόταν; Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε εδώ ξεκινώντας από την πρόβλεψη του Μαρξ για το μέλλον του κεφαλαίου στο διάσημο πλέον "Απόσπασμα για τις Μηχανές 42  . "
46Σε αυτό το σύντομο κείμενο, ο Μαρξ εισήγαγε μια νέα «πραγματική αφαίρεση», την Γενική διάνοια , δηλαδή τη γνώση που αντικειμενοποιείται σε πάγιο κεφάλαιο και ιδιαίτερα στα αυτόματα συστήματα των μηχανών. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, ο πραγματικός χρόνος εργασίας δεν είναι πλέον παρά μια «άθλια βάση» για την μέτρηση της αξίας. Επομένως προκύπτει ότι η προέλευση της κρίσης δεν οφείλεται σε εγγενείς δυσαναλογίες σε έναν τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο χρόνο εργασίας (εγκυρότητα του νόμου της αξίας της εργασίας, του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ή του μαρξισμού ως επιστήμη), αλλά σε μια συγκεκριμένη αντίφαση μεταξύ αφενός της παραγωγικής διαδικασίας που περιλαμβάνει όλο και περισσότερο τεχοεπιστήμη στις παραγωγικές δυνάμεις της και από την άλλη, μιας μονάδας μέτρησης του κοινωνικού πλούτου, που αντιστοιχεί ακόμη στο στάδιο όπου ήταν η ποσότητα της ζωντανής εργασίας που υλοποιήθηκε η οποία ήταν η κινητήρια δύναμη της συνολικής διαδικασίας. Η διεύρυνση του χάσματος αυτού θα οδηγήσει, σύμφωνα με τον Μαρξ, στην κατάρρευση μιας παραγωγής, που βασίζονται στην ανταλλακτική αξία και στη συνέχεια στον κομμουνισμό.
47Αυτό το απόσπασμα ήταν η βάση για την κριτική της εργασίας που διεξήγαγαν οι επαναστατικές ομάδες στις κυρίαρχες χώρες, ειδικά στα θερμά ιταλικά χρόνια. Ο εργατισμός από το περιοδικό Quaderni Rossi αναφέρεται σ’ αυτό ιδιαίτερα, και συνάγει απ’ αυτό τον παρασιτισμό του κεφαλαίου και την ακυρότητα της θεωρίας της αξίας της εργασίας και της αξίωσης της «μισθολογικής πολιτικής». Στην Ιταλία, το κίνημα του 1977, αναφέρεται σ’ αυτό στη συνέχεια για να εξυψώσει το ενδεχόμενο νέων ανταγωνιστικών υποκειμενικοτήτων από τη στιγμή που η Γενική διάνοια , δεν παρέμεινε αντικειμενοποιημένη μόνο στο πάγιο κεφάλαιο, αλλά διαχέεται σε όλη την κοινωνία, ακόμη και εντός της ζωντανής εργασίας 43 . Στη συνέχεια ήρθε η ήττα ...
48Πώς να διαβαστεί και να χρησιμοποιηθεί το Απόσπασμα σήμερα; Στην πραγματικότητα, υπήρξε πλήρης εφαρμογή της τάσης που σημειώθηκε από τον Μαρξ, αλλά χωρίς καμία αλλαγή υπέρ της χειραφέτησης των εργαζομένων και ακόμη χωρίς ένα πραγματικό κίνημα να την κατανοήσει. Ίσως μόνο το κίνημα των ανέργων ξεκίνησε κάτι με το σκεπτικό αυτό, αλλά με τρόπο περιορισμένο και εφήμερο. Ορισμένες πτυχές του κινήματος της αντι- CPE , σε ορισμένες διαστάσεις της εξέγερσης των προαστίων και τελικά τα τελευταία γεγονότα στην Ελλάδα δεν είναι άσχετα με την εξέλιξη αυτή, αλλά είναι υπερβολικά αποσπασματικές και ανόμοιες για να είναι πραγματικά σημεία στήριξης για ένα κίνημα μεγαλύτερης κλίμακας.
49Η αντίφαση που παρουσιάστηκε από τον Μαρξ έχει γίνει έτσι ένα συστατικό της κοινωνίας του κεφαλαίου.
50Η δυσαναλογία μεταξύ της αύξησης της αντικειμενοποιημένης γνώσης και της μείωσης του απαιτούμενου χρόνου εργασίας, οδηγεί όχι μόνο στην εξέλιξη της ανεργίας και τις διάφορες μορφές της ανασφάλειας, αλλά και στην ασάφεια του χρόνου πραγματικής εργασίας και του υποτιθέμενου χρόνου μη εργασίας, εν ολίγοις, οδηγεί σε νέες μορφές κυριαρχίας.
51Έχουμε μια κατάσταση που δεν προβλέπεται από την κομμουνιστική θεωρία: μία έξοδο της κοινωνίας της εργασίας μέσα στην ίδια τη μισθωτή εργασία και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, μια έξοδος της κοινωνίας της εργασίας ... πάνω στα ίδια τα θεμέλιά της. Αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται με τις αυξανόμενες διαφορές ανάμεσα σε πολιτική σφαίρα και παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις.  Αντίφαση ήδη ορατή παλαιότερα, όταν, για παράδειγμα, ο Ζοσπέν απάντησε στο κίνημα των ανέργων, ερωτηθείς για το εγγυημένο εισόδημα ότι οι Σοσιαλιστές δεν θα λάβουν μέτρα που οδηγούν σε «μια κοινωνία της βοήθειας," και είναι ακόμη πιο εμφανές σήμερα όταν ο Σαρκοζί, απαντά στα κύματα των απολύσεων, λέγοντας ότι πρέπει να εργαστούν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερα. Αντίφαση είναι επίσης εμφανής στο είδος του προληπτικού πολέμου που διεξάγεται από τα κράτη από τα ορατά αποτελέσματα στη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων (διάλυση χωρίς κομμουνισμό) και τη δυσκολία να τις αναπαράγουν σε αυτές τις συνθήκες.
52"Μηδενική ανοχή", ποινικοποίηση των αγώνων, που βγαίνουν έστω και λίγο από την αυστηρή νομιμότητα της κοινωνίας των πολιτών, μαζικό άνοιγμα νέων φυλακών, γενικευμένο φακέλωμα από το νηπιαγωγείο, έλεγχος του Διαδικτύου, επιστροφή της αρχαϊκής πειθαρχίας, αναγκαστική επιστροφή σε απασχολήσεις που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά δουλειές «του ποδαριού», είναι μεταξύ των μέτρων για τη συγκράτηση των "νέων επικίνδυνων τάξεων», υφιστάμενων ή δυνητικών οι οποίες δεν μπορούν πλέον (και δεν θέλουν) να φουσκώνουν ένα πλασματικό «εφεδρικό βιομηχανικό στρατό» που έχει γίνει σήμερα χωρίς χρησιμότητα λόγω απόλυτου πληθυσμιακού πλεονάσματος.
53Αλλά επιστρέφοντας μια στιγμή στο θέμα της κρίσης 44 . Οι κυρίαρχες μαρξιστικές θεωρίες (είτε εκείνη της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ή αυτή μιας κρίσης της υλοποίησης και των ευκαιριών) έχουν, στην πραγματικότητα, διατηρηθεί ως το αξίωμα ότι το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να βρίσκεται είτε σε ισορροπία είτε σε κρίση. Η μόνη διαφορά από την ορθόδοξη οικονομική θεωρία (την λεγόμενη «πρότυπη»), είναι η πιθανότητα μιας σοβαρής ανισορροπίας και ως εκ τούτου η πιθανότητα μιας τελικής κρίσης. Ωστόσο, εάν όπως έχουμε επισημάνει, ο Κέινς είχε ήδη ανοίξει ένα ρήγμα στο θεωρητικό μοντέλο της ισορροπίας, τώρα καθίσταται μη ρεαλιστικό, αν όχι άνευ αντικειμένου, διότι το κεφάλαιο μεγαλώνει όλο και περισσότερο σε μορφή πλασματική ή εικονική. Υπάρχει ως μια μορφή που κυκλοφορεί. Η γενίκευση και η δύναμή του κατέστησαν δυνατές χάρη στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας: η δύναμη της μηχανοργάνωσης των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εικονική δύναμη των χρηματοπιστωτικών συνδυασμών και των χρηματιστηριακών προβλέψεων, η δύναμη του υπολογισμού και της μοντελοποίησης / προσομοίωσης, κλπ.. Αυτό είναι που δίνει την εντύπωση μιας αποσύνδεσης όταν, για παράδειγμα, τα μοντέλα των χρηματοπιστωτικών μαθηματικών δεν εστιάζουν στο να εμβαθύνουν τις γνώσεις μας για τον κόσμο, αλλά να επινοήσουν τεχνικές ελέγχου και πρόβλεψης, ασφαλιστικού τύπου. Όλα γίνονται καθαρά τυπικά και διαδικαστικά.
54Παρά το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 2008 μπορεί να έγινε ένα κράχ, μια συντριβή, μια παλινδρόμηση, δεν υπήρξε πραγματική αμφισβήτηση της σχέσης που διατηρεί το κεφάλαιο στον κόσμο στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησής του, διότι συνολικό κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει στα επίπεδα ΙΙ και ΙΙΙ, την κατάρρευση που υπέστη στο επίπεδο Ι. Αυτή είναι μια ευκαιρία που του έχει δοθεί από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
55Το κεφάλαιο έχει ενσωματώσει την αντίφασή του σε σχέση με την εργασία ενισχυόμενο στο εξωτερικό αυτής της σχέσης η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ως ένα βαρίδι του, το οποίο κρέμεται. Έτσι προκύπτουν, οι παρατηρήσεις, οι όλο και πιο επίμονες από τους εμπειρογνώμονες, από τους οπαδούς της αντι-παγκοσμιοποίησης, σύμφωνα με τους οποίους το δυτικό μοντέλο δεν μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς να ανατιναχθούν τα πάντα. Επομένως, υπάρχει μια απροθυμία για το προχώρημα, μια αβεβαιότητα μεταξύ αφενός αυτού που εμφανίζεται να είναι ο στόχος προς επίτευξη, δηλαδή αυτός μιας "περιορισμένης αναπαραγωγής 45  "στην καρδιά του «συστήματος» και αφετέρου η επιδίωξη μιας «διευρυμένης αναπαραγωγής" στις αναδυόμενες περιοχές.
56Αυτή η «περιορισμένη αναπαραγωγή" είναι σε στενή εξάρτηση με την παγκόσμια δυναμική του πλασματικού κεφαλαίου.
57Έχοντας αυτονομηθεί σε σχέση με την παραγωγική εργασία και το παραγωγικό κεφάλαιο, το πλασματικό κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται σύμφωνα με την παλιά θεωρία των κρίσεων, καταφέρνει να συνυπάρχουν κρίση και μη-κρίση. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο μπορεί να είναι σε παγκόσμια κρίση, χωρίς να υπάρχει κρίση της παραγωγής (η κρίση του 2008-09), αλλά μπορεί να εμφανίζει κρίση στο επίπεδο της παραγωγής χωρίς γενική κρίση (η κρίση από το 1973 έως τις αρχές του '80).
58Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μεγάλη κανονικότητα. Πάνω στην εκτίμηση αυτή είναι που αναπτύχθηκαν οι θεωρίες των μεγάλων κύκλων της ανάπτυξης με διάσπαρτες περιόδους κρίσης (Κοντρατίεφ, Simiand, Schumpeter) και είναι ακόμα σε αυτή τη βάση που οι μαρξιστές αντιμετώπισαν την σημερινή «κρίση» (Chesnais). Αλλά σήμερα, η αναδιάρθρωσης που συνδέεται με την διαδικασία ενοποίησης των μορφών του κεφαλαίου μέσα στην παγκοσμιοποίηση, παράγει αρκετά απρόβλεπτες κρίσεις και μια επιστροφή σε μια ανάλυση από την άποψη των σύντομων κύκλων.
59Αυτή η χαοτική πορεία του κεφαλαίου οδηγεί κάποιους στο Temps cri­ti­ques, να την κρίνουν ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της αναπαραγωγής και να προτείνουν την έννοια της "εξαρτώμενης (tri­bu­taire) πορείας του κεφαλαίου» με την διπλή έννοια της εισφοράς ενός αφιέρωματος (tri­bu­t) από τη σύλληψη της αξίας και μιας σχέσης επιβολής που καθιστά τα άτομα εξαρτώμενα από αυτήν την επανάσταση του κεφαλαίου. Παραδείγματα αυτής της σχέσης επιβολής θα μπορούσαν να παρουσιαστούν τόσο από τις «αναγκαιότητες» της παγκοσμιοποίησης όσο και από τις "ευκαιρίες" που ανοίγονται από την τεχνολογία της Πληροφορικής 46 .
60Η ιστορική διαλεκτική του κεφαλαίου, μέσα από την ταξική πάλη δεν έχει παρουσιάσει καμία εναλλακτική λύση προερχόμενη από τον ανταγωνισμό.  Στο επίπεδο της ιστορικής εμπειρίας, είχαμε την αποτυχία της επανάστασης από την αξίωση του προλεταριάτου, είτε με τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου (Ρωσία) είτε με αυτή της εξουσίας των εργατικών συμβουλίων (επίσης στη Ρωσία και την Γερμανία) είτε, τέλος, με αυτή των αγροτικών προλεταριακών  κολεκτίβων (Ισπανία).
61Όσον αφορά την τρέχουσα περίοδο, είναι τώρα αδύνατη η αξίωση μιας προλεταριακής ταυτότητας που θα επέτρεπε ακόμα την πάλη με ταξικούς όρους.
62Ενώ οι εργατικές διεκδικήσεις ήταν η έκφραση της πάλης μέσα στον ταξικό συμβιβασμό του προηγούμενου κύκλου αγώνων 47 , δεν είναι πλέον σήμερα το κατάλληλο μέσο, από τη στιγμή που «η επανάσταση του κεφαλαίου» έχει παράγει μια ενσωμάτωση των τάξεων που δεν υπάρχουν πλέον παρά μόνο ως κοινωνιολογικές κατηγορίες του καπιταλισμού. Οι διεκδικήσεις εξαφανίζονται ή δεν έχουν  πλέον σημασία, επειδή ο αγώνας λαμβάνει χώρα εκτός της σχέσεως εργασίας, παρόλο που παραμένει ως αφετηριακή βάση. Ο αγώνας γίνεται στο επίπεδο της μισθωτής σχέσης, δηλαδή στο επίπεδο της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, παραδόξως, αυτό το οποίο εκφράζει τη γενική κρίση αυτής της κοινωνικής σχέσης δεν επιτρέπει την άμεση επίθεση από τους εργαζομένους. Οι εργαζόμενοι έχουν χάσει, ακόμη και στο πεδίο της συνδικαλιστικής διαμεσολάβησης, οποιαδήποτε επιρροή επί των διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι αυτές δεν προσπαθούν να βρουν μια εσωτερική λύση στα προβλήματα της επιχείρησης (σε περίπτωση κλεισίματος ή μετεγκαταστάσεων) δηλαδή στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά αντίθετα μια εξωτερική «λύση» στο επίπεδο της αναπαραγωγής ακριβώς με τα προγράμματα ανάκαμψης ή επανεκπαίδευσης (τα λεγόμενα κοινωνικά προγράμματα) 48 , τις αποζημιώσεις απόλυσης.
63Η τάση αυτή οδηγεί επίσης σε αναδιάρθρωση του συνδικαλιστικού τοπίου με βάση τους νέους κανόνες της αντιπροσώπευσης. Τα συνδικάτα είναι αντιπροσωπευτικά μόνο εάν είναι διεπαγγελματικά και αρκετά "μεγάλα", προκειμένου να διαπραγματευθούν απευθείας στο επίπεδο της αναπαραγωγής της μισθωτής σχέσης. Είναι αυτό που η CFDT είχε έγκαιρα προβλέψει με τον «επαναπροσδιορισμό» της στα τέλη της δεκαετίας του '70, αλλά που η CGT  μόλις αρχίζει να καταλαβαίνει.
64Αυτό βέβαια επηρεάζει τις μορφές πάλης που τείνουν να επιστρέψουν σε μορφές desperados που ξεκίνησαν στην Celatex πριν από λίγα χρόνια.  Εβρισκόμενοι στις χειρότερες συνθήκες, οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να προσπαθούν κερδίσουν, ακόμα και βίαια, την τιμή της εργατικής τους δύναμης ή την εξαίρεσή τους από την παύση της δραστηριότητας ( πρβλ.. η σύγκρουση στην Continental και οι πρακτικές της φυλάκισης των διευθυντικών στελεχών τους τελευταίους μήνες). Οι πρακτικές αυτές σίγουρα δεν είναι ριζοσπαστικές με την έννοια ότι δημιουργούν μια άμεση ανατροπή των σχέσεων κυριαρχίας. Αυτό θα απαιτούσε να συνδεθεί ο ριζοσπαστισμός της μορφής (ο παράνομος χαρακτήρας, συμπεριλαμβανομένης της βίας) με τον ριζοσπαστισμό του περιεχόμενου (η κριτική της εργασίας και της μισθωτής σχέσης), δηλαδή, εν τέλει, να δοθεί μια θετικότητα στην εξέγερση. Αλλά είναι ριζοσπαστικές σ’ αυτό που εκφράζουν αρνητικά.  Στην τρέχουσα αναδιάρθρωση, είναι η αμυντική αντιπυρική ζώνη των εργαζομένων απέναντι στην αποουσιαστικοποίησή (ines­sen­tia­li­sa­tion) τους. Στον μηδενισμό του καπιταλισμού δεν είναι πλέον η προοπτική του σοσιαλισμού που αντιτίθεται (ποια θετικότητα θα μπορούσαν άλλωστε να βρουν;), αλλά το τέλος κάθε αξίωσης μιας εργατικής ταυτότητας. Βέβαια, οι εσωτερικές αντιφάσεις παραμένουν, αλλά χωρίς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους. Υπάρχει περισσότερο η εντύπωση ενός μονομερούς πολέμου διεξαγόμενου από το κεφάλαιο ενάντια στις "κανονικές" συνθήκες μισθωτής εργασίας, οι οποίες ενσωματώνουν ακόμα το πρότυπο του «συμβιβασμού του φορντισμού» μεταξύ των τάξεων. Οι σημερινοί αγώνες αναμιγνύουν άρρηκτα τους αντικειμενικούς προσδιορισμούς: τις συνθήκες εργασίας και ζωής που είναι πιο δύσκολες, τις ανισότητες που αναπτύσσονται λόγω της υπονόμευσης των παλαιών προτύπων και των υποκειμενικών προσδιορισμών: συνδεδεμένων με τις αρχές του παλιού συμβιβασμού (την υπεράσπιση των εργαλείων της δουλειάς στον ιδιωτικό τομέα, της αποστολής της υπηρεσίας στο δημόσιο τομέα), την αντίσταση (υπεράσπιση των «κεκτημένων»), την εξέγερση (ενάντια στο δυσβάσταχτο).
65Στην δημόσια διοίκηση και τις μεταφορές, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική από αυτή στον ιδιωτικό τομέα. Αυτοί είναι οι τομείς που βρίσκονται άμεσα, λόγω του σκοπού τους, στο επίπεδο της αναπαραγωγής του συνόλου των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Οι διεκδικήσεις είναι δυνατές, αλλά σήμερα θεωρούνται παράνομες, επειδή προέρχονται από εργαζόμενους που θεωρούνται «προνομιούχοι», δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι σε καθεστώς προστασίας. Αυτός ο παράνομος χαρακτήρας ενισχύεται άλλωστε περαιτέρω από το γεγονός ότι ο αγώνας τίθεται στο επίπεδο της συνολικής αναπαραγωγής, κάθε παραδοσιακή δράση, όπως μια απεργία, επηρεάζει όλους τους άλλους εργαζόμενους και τους μετατρέπει, στην κοινή γνώμη, σε ομήρους. Οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς έχουν επομένως την τάση να θέλουν να νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους, προβάλλοντας ένα κριτήριο όχι άμεσα διεκδικητικό το οποίο είναι η υπεράσπιση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό επιτρέπει σίγουρα να αγωνιστούν ενάντια στην επιταχυνόμενη εμπορευματοποίηση (μεταφορές, ηλεκτροδότηση, αέριο, ταχυδρομεία) ή υφέρπουσα (σχολείο), αλλά έχει το μειονέκτημα του περιορισμού σε μια μη-κριτική άμυνα σε αυτό που υπάρχει ακόμη (το δημοκρατικό σχολείο, τον κοσμικό χαρακτήρα, την ισότιμη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες), σαν αυτές οι υπηρεσίες να αποτελούν ένα ιδανικό συμβίωσης.
66Είναι δύσκολο επομένως να προσδιοριστεί αυτό που ονομαζόταν παλαιότερα οι κύκλοι των αγώνων (ο τελευταίος ήταν αυτός του 1968 - 1979), ενώ από καιρό σε καιρό, οι εκρήξεις συμβαίνουν χωρίς όμως σαφείς αναφορές στις ταυτότητες ή τις ταξικές γραμμές (αγώνες ανέργων, εξέγερση των γαλλικών προαστίων, ταραχές στην Ελλάδα και στην Καραϊβική) και οι αγώνες συμβαίνουν στους τομείς της αναπαραγωγής και όχι της  παραγωγής γύρω από τα ζητήματα της αλληλεγγύης (αγώνας των χωρίς χαρτιά) και την ισότητα (περιθώρια δίκτυο εκπαίδευσης). Αυτός είναι επίσης ο λόγος που διατηρούμε την προοπτική μιας επανάστασης, αλλά «με τίτλο τον άνθρωπο», επειδή αυτοί οι διαφορετικοί αγώνες είναι περισσότερο α-ταξικοί παρά διαταξικοί. Για ένα άλλον κύκλο αγώνων θα πρέπει να αρχίσουν να οικοδομούνται γέφυρες μεταξύ των διαφόρων τομέων, αλλά προς το παρόν, οι άνεργοι το 1998 δεν συναντήθηκαν με τους υπαλλήλους το 2003, οι οποίοι δεν συναντήθηκαν με τη νεολαία των προάστιων του 2005, και οι οποίοι επίσης δεν συναντήθηκαν με τους μαθητές της αντι- CPE το 2006. Μπορούμε μάλιστα να πούμε, αντίθετα, όπως φαίνεται, ότι τα κινήματα αυτά οικοδομήθηκαν μέσα στο διαχωρισμό τονίζοντας τις ιδιαιτερότητές τους.
67Όχι μόνο δεν έχουμε να κάνουμε με μια νέα «ταξική σύνθεση», όπως αυτή που επικράτησε τόσο στους ιταλούς εργατιστές στον προηγούμενο κύκλο αγώνων, αλλά υπάρχει μια αποσύνθεση της μισθωτής εργασίας, με ισχυρές εσωτερικές; εντάσεις. Το μίσος για τους δημοσίους υπαλλήλους μεταξύ των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, την υπεράσπιση του εγγυημένου καθεστώτος στο δημόσιο τομέα για να αποτρέψουν την τάση υποβάθμισης της δημόσιας υπηρεσίας και στον ιδιωτικό τομέα για να αποτρέψουν την τάση για επισφάλεια, εχθρότητα των εργαζομένων "στην εργασία" ενάντια στην διεκδίκηση ενός εγγυημένου εισοδήματος για τους δυνητικούς εργαζόμενους που δεν είναι επίσημα "στην εργασία", δυσπιστία έναντι των αδήλωτων εργαζόμενων υπονοώντας ότι "τους παίρνουν την εργασία."
68Όλα αυτά δεν ωθούν ακριβώς σε ενιαίο αγώνα και γι 'αυτό τα καλέσματα των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων θεωρούνται ως ανεπαρκή, δεδομένου ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια φαινομενική ενότητα, που δεν στηρίζεται σε κοινούς αγώνες.
69Σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε τα έτη 60-70, η επέκταση της μισθωτής εργασίας δεν έχει ως αποτέλεσμα μια επέκταση της προλεταριοποίησης, αλλά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων που η κοινωνιολογική ιδέα της μέσο-όρο-ποίησης της κοινωνίας δεν μπορεί να εκφράσει επαρκώς όπως δείχνουν σήμερα πάρα πολλές μελέτες σχετικά με την αυξανόμενη ανισότητα. Ακόμη τα φαινόμενα της  τρέχουσας φτωχοποίησης στις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες δεν περνούν πλέον αυτόματα από αυτή την προλεταριοποίηση αλλά επίσης από μια ανανεωμένη μορφή μιας "λούμπεν προλεταριοποίησης".

70Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας από τη μία πλευρά και η ανάπτυξη των εσωτερικών ανισοτήτων της μισθωτής εργασίας από την άλλη πλευρά τείνουν να προκαλούν μια διαφοροποίηση κατά επίπεδο, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Η μεσαία και ανώτερα στελέχη του ιδιωτικού τομέα είναι άμεσα αντιπρόσωποι του επιπέδου 1, ενώ τα ελεύθερα επαγγέλματα και τα πολυάριθμα καλλιτεχνικά, πολιτιστικά ή αθλητικά επαγγέλματα σχετίζεται με αυτό έμμεσα, μέσω της συμμετοχής και της ένταξής τους σε ένα παγκοσμιοποιημένο νέο-μοντερνισμό. Οι κρατικοί υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι σε ειδικό καθεστώς προστασίας του ιδιωτικού τομέα βρίσκονται στο επίπεδο 2 είτε ως φορείς της εσωτερικής αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων για τους πρώτους, είτε ως «παραγωγικοί» εργαζόμενοι στους παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας για τους δεύτερους. Τέλος, στο επίπεδο 3, υπάρχουν πολλοί μισθωτοί με χαμηλή ειδίκευση στον τομέα των κατασκευών, στα δημόσια έργα, στο βιομηχανικό καθαρισμό, στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες, νεολαία, γυναίκες, μετανάστες κλπ. που βιώνουν όλοι μια κατάσταση πολύ επισφαλή, αλλά σε διαφορετικό βαθμό.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

αποσπασμα από το κειμενο:
Μερικές διευκρινισεισ  για τον καπιταλισμό, το κεφάλαιο, την κεφαλαιοποιημενη κοινωνια
Ιανουάριος 2010, Temps critiques

 

31Η απόφασή μας να δώσουμε προτεραιότητα στην έννοια του «κεφαλαίου» δεν είναι τυχαία καθώς ξαναβρίσκουμε το κεφάλαιο τόσο στην προέλευση της ιστορικής δυναμικής του μετασχηματισμού του κόσμου, υπό την προκατακλυσμιαία  μορφή του (τοκογλυφική ή εμπορική) όσο και στο τέλος του υπό την αυτονομημένη μορφή του («πλασματική 24  "ή εικονική). Ωστόσο - και αυτό είναι σημαντικό - στις προκατακλυσμιαίες μορφές του, το τοκογλυφικό ή εμπορικό κεφάλαιο δεν κυριαρχεί την παραγωγική διαδικασία (αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ τις θεωρούσε μορφές χωρίς περιεχόμενο), ενώ σήμερα πραγματοποιείται μια ενότητα των μορφών σε ένα κεφάλαιο που γίνεται καθολικό.
32Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, της ολοποίησης του κεφαλαίου, μερικοί από τους αναγνώστες μας έχουν δίκιο να μιλούν για  διατυπώσεις νέο-Μπορντιγκισμού . Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Ζ. Καμάτ και το περιοδικό Invariance 25 .Υποτίθεται ότι εκφράζει την τάση του κεφαλαίου να γίνει απρόσωπο 26 , για να εμφανιστεί ως «αυτόματο κεφάλαιο», καθώς η κυριαρχία λαμβάνει μορφές, τόσο πολύπλοκες όσο και αφηρημένες. Μια τάση, που σηματοδοτεί ένα μετασχηματισμό της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας με την έννοια ότι ο ταξικός ανταγωνισμός δεν είναι πλέον κινητήρια δύναμη 27 , η διαδικασία της ολοποίησης του κεφαλαίου κυριαρχεί τις ξεχωριστές στιγμές της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά αυτή η κίνηση φαίνεται αντιφατική στο βαθμό που προκαλεί παράλληλα ένα είδος «δραπέτευσης του κεφαλαίου 28  ", η οποία αμφισβητεί τη φύση του ως κοινωνική σχέση και την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των τάξεων. Υπάρχει επομένως η εντύπωση ότι δεν υπάρχει πλέον ανώτερη ενότητα και ότι τα διάφορα συστατικά της ολότητάς του αντιπαρατίθενται (το χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στην οικονομία, το χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στο κράτος 29 , η οικονομία ενάντια στο κοινωνικό, η διαχείριση και η τεχνογνωσία ενάντια στην πολιτική, κλπ..). Η εντύπωση αυτή δεν μπορεί παρά να ενισχυθεί από τη νέα οργάνωση του συνόλου σε δίκτυο. Είναι αυτή η αντίληψη του αμεσοτισμού (immediatism) της "επανάστασης του κεφαλαίου" που εκφράζεται από την δημοφιλή έννοια της αποσύνδεσης, καθώς οι υποστηρικτές του προσπαθούν να ξαναβρούν μια καπιταλιστική κοινωνία επικεντρωμένη γύρω από ένα παραγωγικό κεφάλαιο που αντιμετωπίζει μια ομοίως παραγωγική εργασία και όχι ένα χρηματιστικό παρασιτικό κεφάλαιο. Η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα θεωρείται επομένως ως εμπόδιο για την ανάπτυξη της "πραγματικής οικονομίας", ενώ είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας νέας διάρθρωσης των σχέσεων του συνόλου. Ο όρος "χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός" οδηγεί επομένως σε σύγχυση, ακόμη και αν αυτό αντανακλά μια κατάσταση στην οποία η χρηματιστική δραστηριότητα ξεχωρίζει ως διοργανωτής του όλου συστήματος.
33Η μη αναγνώριση των ως άνω, οδηγεί συχνά σε μια νοσταλγία για την εποχή του φορντισμού των τριάντα ένδοξων χρόνων και του κράτους πρόνοιας και, θεωρητικά, σε μια επανενεργοποίηση των παλαιότερων πτυχών του μαρξισμού, εκείνων που ήταν απλώς επαρκείς για να περιγράψουν τον άγριο καπιταλισμό του xixου αιώνα. Επιπλέον, υποστηρίζει το εξαιρετικά αμφίβολο γεγονός μιας προόδου βασισμένης στην απεριόριστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στην κυριαρχία της εργατικής τάξης, αυτή η νοσταλγία δεν λαμβάνει υπ’ όψη μια μεταμόρφωση που έχει παραγάγει μια κατάσταση η οποία, δεν είναι λιγότερο κρίσιμη, είναι όμως βαθύτατα διαφορετική. Αυτή η κατάσταση, είναι αυτή της ενσωμάτωσης όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που γίνονται μια ευκαιρία για «τη δημιουργία αξίας».
34Είναι η τάση του κεφαλαίου να γίνει ένα μέσο, ​​μια κουλτούρα, μια ειδική μορφή της κοινωνίας που θα περιγράφαμε ως "κεφαλαιοποιημένη κοινωνία." Είναι αυτό το κεφάλαιο σε συμβίωση με τις νέες μορφές του κράτους (δικτύου, διαχειριστή του κοινωνικού, εταίρου), η οποία εξασφαλίζει την ενότητα αυτής της κοινωνίας σε αυτό που ονομάζουμε διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου.
35Η εκτεχνίκευση της ζωής, από τη γενετική θεωρούμενη ως βελτίωση των ειδών 30 είναι το αντίστοιχο της πλασματικοποίησης στην οικονομία και τη χρηματιστική οικονομία. Παρήγαγε μια πραγματική ανθρωπολογική επανάσταση με την έννοια ότι η υποκειμενικότητα των ατόμων είναι πλέον εσωτερικά προσδιοριζόμενη. Για παράδειγμα, οι ανάγκες είναι σήμερα προϊόντα, αυτό που ο νεαρός Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει προβάλλοντας την ιδέα του απεριόριστου χαρακτήρα τους 31 . Αλλά όλα αυτά δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν παρά επειδή η τεχνική έγινε η βάση κάθε αντικειμενοποίησης της δραστηριότητας μέσω μιας υλοποιημένης ιδεολογίας. Και η "κεφαλαιοποιημένη κοινωνία 32  "έχει ενσωματώσει αυτό το τεχνικό σύστημα 33 . Λειτουργεί σε "πραγματικό χρόνο", όπως μας υπενθυμίζει συνεχώς ο λόγος της και δεν μπορεί να σκεφτεί τις ανάγκες της έξω από αυτή την τεχνο-επιστημονική δραστηριότητα που φαίνεται να μην  έχει ως στόχο παρά την ταχεία αναπαραγωγή της. Είναι επομένως εξίσου αυτοαναφορική με την χρηματιστική δραστηριότητα! Το μόνο που προσπαθεί να λύσει είναι τα προβλήματα που η ίδια δημιουργεί, χωρίς όμως να αμφισβητεί το νόημα ή το σκοπό της ανάπτυξης της.
36Όλος ο εξοπλισμός του "εποικοδομήματος" που συνόδευε αυτό που κοινώς ονομαζόταν "βιομηχανική κοινωνία" επέτρεπε να διακρίνουμε ακριβώς μορφές και σύστημα. Έτσι, μερικοί διέκριναν κράτος και κοινωνία των πολιτών (Χέγκελ και Μαρξ), άλλοι, ιδιωτική ζωή και πολιτική ζωή (Arendt), άλλοι δημοκρατική κοινωνία και καπιταλιστικό σύστημα (Καστοριάδης). Ας σταθούμε λίγο σε αυτή την τελευταία διάκριση: "Ένα καθεστώς δεν ορίζεται κυρίως από την οικονομία του, αλλά από την πολιτική θεωρία: τα καπιταλιστικά καθεστώτα είναι ολιγαρχίες, αλλά αν κάποιος μιλά για τις δυτικές κοινωνίες, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι καθαρά καπιταλιστικές διαφορετικά θα ήταν ολοκληρωτικές: έχουν παράγει επαναστάσεις, θρησκευτικά, εργατικά κινήματα κλπ." (συνέντευξη, Le Nouvel Observateur , 1982). Επομένως, δεν πρέπει, για τον Καστοριάδη, να υπερασπιζόμαστε τα πολιτικά καθεστώτα, αλλά τις δημοκρατικές κοινωνίες που περιέχουν αυτό το ιστορικό μερίδιο τόσο δημοκρατικό όσο και επαναστατικό.
37Είναι αυτή η τελευταία διάκριση που έγινε από τον Καστοριάδη μεταξύ καπιταλιστικού συστήματος και καπιταλιστικών κοινωνιών 34 που του επέτρεψε να επαναφέρει το ζήτημα της δημοκρατίας μέσω της κριτικής αυτού που αποκαλεί «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», είναι πάντα δυνατό; Ο ίδιος ο Καστοριάδης φάνηκε επιφυλακτικός σε αυτό το σημείο, όταν λέει 35 ότι η διαίρεση ηγετών-υπηκόων χάνει τη σημασία της σε ένα σύστημα όπου υπάρχουν όλο και λιγότερο καθαρή λειτουργία και καθαρή διαίρεση λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος. Κοινωνική κυριαρχία επομένως δεν μπορεί πλέον να αποδοθεί σε μια τάξη πραγματικά οριζόμενη όπως στην εποχή της μπουρζουαζίας, αλλά χωρίς να μπορεί κανείς να μιλήσει για μια απρόσωπη δράση του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Οι μηχανισμοί κυριαρχίας ενσωματώνονται σε διαφορετικά δίκτυα εξουσίας (άμεσα πολιτικά δίκτυα, ομάδες προβληματισμού, εργοδοτικές ενώσεις, συνδικαλιστικές ηγεσίες, όμιλοι μέσων μαζικής ενημέρωσης). Δεν υπάρχει απλά η ανώνυμη εξουσία ενός "αυτόματου -κεφαλαίου" στην οποία οι άνθρωποι είναι απλώς τα στηρίγματα των σχέσεων 36 ή απλά υπηρέτες του κεφαλαίου.
38Η δύναμη της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας φαίνεται να είναι ότι βρίσκει πάντα τα άτομα ή τις ομάδες που ταυτίζονται μ’ αυτή. Φαίνεται να αναπαράγει διαρκώς μια αμοιβαία εξάρτηση που δεν είναι πλέον αυτή μεταξύ των τάξεων, αλλά που παρόλα αυτά είναι ισχυρή, και επιτρέπει ακόμα να μιλάμε με όρους κοινωνίας και όχι συστήματος. Οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, γύρω από την εξατομίκευση των εργασιακών και μισθωτών σχέσεων, γύρω από το ίδιο το μετασχηματισμό του εργατικού δυναμικού σε «ανθρώπινους πόρους» που ανακτούν την ικανότητά τους να πωλούνται καλύτερα επιτρέπουν να κατανοήσουμε τη λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων και τις νέες αντιφάσεις. Η απόλυτη κινητικότητα που φαίνεται τώρα να απαιτείται από κάθε εργαζόμενο δεν είναι δυνατή παρά μόνο από τα περιθώρια ελιγμών που τους επιτρέπονται μέσα από την (αυτο)διαχείριση των ανθρώπινων πόρων του καθενός. Είναι αυτή η ειδική σχέση που επιτρέπει να μη μιλάμε για μια ολοκληρωτική υποταγή στο κεφάλαιο, στο βαθμό που αυτά τα στενά περιθώρια επιτρέπουν να υποστηριχθούν οι εξωτερικές εντολές που προέρχονται από την σφαίρα της κυριαρχίας.
39Θα έπρεπε να διευκρινίσουμε και να εμβαθύνουμε σε αυτά τα σημεία, διότι η έννοια της «μη συστημικής κυριαρχίας" που έχουμε εισάγει, δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική. Δεν είναι ούτε θετική ούτε περιγραφική. Την χρησιμοποιούμε ως προεπιλογή, επειδή αρνούμαστε άλλες έννοιες, όπως "αυτόματο κεφάλαιο» ή τις θεωρίες των συστημάτων. Θα επιστρέψουμε σε ένα μελλοντικό άρθρο.
40Πρέπει επίσης να επανεξετάσουμε το τι θα ήταν σήμερα η «εμπειρία» της εργασίας. Αυτή δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην «προλεταριακή εμπειρία» που περιγράφεται από το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα , επειδή έχει γίνει "αρνητική εμπειρία". Η δυσκολία δεν προέρχεται μόνο από το γεγονός της δυσκολίας ανεύρεσης μιας «κοινής εμπειρίας" σε ένα στάδιο αποσύνθεσης των τάξεων, αλλά από το ότι μια "αρνητική εμπειρία" δεν οδηγεί σε καμία πιθανή αξίωση ( βλ.. τα αδιέξοδα των διάφορων κινημάτων του «χωρίς» (σ.μ. κινήματα αστέγων, ακτημόνων κλπ.) και η διάλυση των εναλλακτικών κινημάτων).
41Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα αξίωσης μιας εργατικής ταυτότητας τόσο στο επίπεδο των αντικειμενικών συνθηκών (η εργασία αυστηρά εργάτική είναι σε ελεύθερη πτώση, από αριθμητική άποψη, στις κυρίαρχες χώρες) όσο και στο επίπεδο των αναπαραστάσεων όταν σήμερα για τους νέους, μια εργασία σεκιούριτι είναι πιο αξιόλογη από μια εργασία στην μεταλλουργία ή του ποδαριού. Είναι επίσης, επειδή αυτές οι αξίες δεν είναι πλέον κεντρικές αντιπροσωπευτικές καθώς η κυριαρχία, είναι αισθητή περισσότερο ατομικά παρά  συλλογικά και είναι ψυχολογικοποιημένη («η δυσφορία στην εργασία»). Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας ξεγελά, αυτό το "συναίσθημα" είναι αντικειμενοποιημένο από το γεγονός ότι οι πρακτικές των εργοδοτών ή διοικητικές κατευθύνσεις αντανακλούν αυτή την τάση για την εξαφάνιση των ταυτοτήτων και των συλλογικοτήτων της εργασίας, για να επιβάλουν μια εξατομικευμένη συμβασιοποίηση των εργασιακών σχέσεων και διάφορες μορφές εκφοβισμού.
42Το αρχικό σχέδιο της αυτονομίας που αναπτύχθηκε από τον Καστοριάδη χάνεται επομένως μέσα στις διάφορες μορφές της αυτονόμησης. Η ιεραρχία ορίζεται37 ως μέσο εξυπηρέτησης των μηχανισμών της εξουσίας ... που δεν διαχειρίζονται στην πραγματικότητα πλέον τίποτα. Ο έλεγχος γίνεται όλο και πιο ορθολογικός και απρόσωπος, αλλά αυτό είναι στην πραγματικότητα ένας μη έλεγχος (αυτοματοποίηση των αποφάσεων από τα «έμπειρα συστήματα» και ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, όπως μπορούμε ακόμη να δούμε στην οικονομική κρίση του φθινοπώρου του 2008). Αλλά, τι αξία έχει η αρχική διάκριση μεταξύ καπιταλιστικού συστήματος και καπιταλιστικών κοινωνιών;  Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνει αυτή η διάκριση.


Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΟΥ BRAUDEL ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

αποσπασμα από το κειμενο:

Μερικές διευκρινισεισ  για τον καπιταλισμό, το κεφάλαιο, την κεφαλαιοποιημενη κοινωνια

Ιανουάριος 2010, Temps critiques

 

20Είναι η ίδια επιλογή, αυτή της επικέντρωσης σε μια δυναμική προοπτική, η οποία μας οδήγησε στην ενσωμάτωση των αναλύσεων του Φ. Μπρωντέλ 17  σχετικά με τις μορφές του κεφαλαίου που προηγούνται της έλευσης του καπιταλισμού οριζόμενου ως σύστημα 18 . Περιέγραψε πώς ένας τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου σέρνεται αρχικά σε μια περιοχή συναλλαγών που προϋπάρχει, μέχρις ότου αυτή η συσσώρευση γίνεται αυτοσκοπός.
21Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούμε το σχήμα του Μπρωντέλ των διάφορων ιεραρχημένων επιπέδων του εμπορίου ώστε να το προσαρμόσουμε στη σημερινή κατάσταση, αλλά δίνοντας ένα διαφορετικό νόημα στις έννοιες. Για τον Μπρωντέλ, είναι το υψηλότερο επίπεδο, αυτό του υπολογισμού και της κερδοσκοπίας 19 (ήδη!) που αξίζει το όνομα του καπιταλισμού, ακόμα κι αν δεν αντιπροσωπεύει (από τον XV ο έως τον XVIIIο αιώνα) παρά ένα μικρό μέρος της συνολικής οικονομικής δομής. Για μας, είναι το κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες μορφές του (οικονομική, εμπορική, παραγωγική) που βρίσκεται στο κορυφαίο αυτό επίπεδο (επίπεδο 1) από τη στιγμή που το θεωρούμε ως μια ολότητα, δηλαδή  από μια οπτική όχι καθαρά οικονομική, αυτή του πλούτου, αλλά μια οπτική των παιχνιδιών της εξουσίας και της δύναμης.
22Στο μέτρο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία του ανωτέρω κεφαλαίου, διασχίζει και υπερβαίνει τη βιομηχανική επανάσταση. Πράγματι, χάρη στην οικονομική ευρωστία του, ο «καπιταλισμός κορυφής» μπόρεσε να κυριαρχήσει και να κατευθύνει μακροπρόθεσμα όλη του την ανάπτυξη, χωρίς να ενσωματώσει άμεσα την σχέση εκμετάλλευσης (είναι στην βάση του κυριαρχία πριν από εκμετάλλευση), διότι βασίζεται περισσότερο στη σύλληψη και οικειοποίηση του παγκόσμιου πλούτου παρά στις αποδόσεις της εγχώριας παραγωγής. Αυτό εξηγεί επίσης την αρχική τομή από τη μία πλευρά των «πόλεων-κόσμων» του κεφαλαίου (αρχικά ιταλικών και στην συνέχεια της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Αμβέρσα και το Άμστερνταμ) που αποκτούν τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας και κατά συνέπεια της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της πληροφορίας και από την άλλη των περιοχών της ενδοχώρας που θα παραμείνουν επί μακρόν στην αυτάρκεια ή στην μικρή εμπορευματική παραγωγή. Αυτή η δύναμη προέρχεται από τους στενούς μακροχρόνιους δεσμούς μεταξύ των εμπόρων, των τραπεζιτών, και των κρατών των οποίων ο κοινός στόχος είναι η αύξηση του πλούτου γενικά και επομένως το ξεπέρασμα μιας "στάσιμης κατάστασης" που χαρακτήριζε την περίοδο του Μεσαίωνα. Μια δύναμη που είναι εμπορική ή οικονομική αλλά είναι επίσης και πολιτική, στο βαθμό που καταφέρνει να οικοδομήσει μια νέα τάξη πραγμάτων προσανατολισμένη στις οικονομικές δραστηριότητες. Έτσι, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τις αναπτύξεις του Χίλφερντινγκ και του Λένιν σχετικά με την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, επειδή αυτή η κυριαρχία υπήρχε ήδη στη Γένοβα και το Άμστερνταμ και οι ιδιωτικές τράπεζες καταθέσεων αναπτύσσονται στο τέλος του XVIII ου αιώνα. Υπάρχει, στην Αγγλία, στις αρχές xixου αιώνα, μια συνύπαρξη μεταξύ αγροτικού κεφαλαίου, εμπορικού κεφαλαίου που στηρίζεται στις αποικίες και στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι επιλογές του προσανατολισμού των επενδύσεων βασίζονται στις ευκαιρίες κέρδους, αλλά δεν υπάρχει ακόμα ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Έτσι στην Αγγλία είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο, που σύντομα θα επικρατήσει, ενώ στη Γαλλία θα είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο που θα οργανώσει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου, τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Αυτή η αμφιθυμία της εξέλιξης δεν θα διαρκέσει και το Λονδίνο θα επιβληθεί ως η νέα πόλης-κόσμος επιτυγχάνοντας την ενότητα μεταξύ μιας εξωγενούς ανάπτυξης (Ναυτικής και Εμπορικής) και μιας ενδογενούς ανάπτυξης (γεωργική και κατόπιν βιομηχανική επανάσταση).
23Όμως, εκεί όπου είμαστε αναγκασμένοι να εγκαταλείψουμε τον Μπρωντέλ 20 είναι όταν το ιστορικό μοντέλο οδηγεί στο πολιτικό συμπέρασμα μιας διχοτομίας ανάμεσα στον καπιταλισμό (τον «κακό» καπιταλισμό) και την οικονομία της αγοράς (η "καλή" αγορά), σαν να ήταν κατασκευές απολύτως ξεχωριστές, ενώ αυτός τα περιγράφει ως ιεραρχημένα και διαφορετικής έντασης επίπεδα 21 .
24Στην πραγματικότητα, η περιγραφή του Braudel δείχνει τους ουσιώδεις δεσμούς μεταξύ των τριών επιπέδων, και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει σήμερα καθώς αυτοί οι δεσμοί έγιναν πιο σφιχτοί όπως τα πλέγματα ενός δικτύου, ενώ το συμπέρασμά του είναι πολιτικά απαράδεκτο: μόνο το επίπεδο 2, δηλαδή της οικονομίας της αγοράς, όπου υπάρχει ανταγωνισμός και ως εκ τούτου ένας βαθμός ελευθερίας, αντιστοιχεί σε μια φυσική τάξη της οικονομίας που βρίσκεται σε όλες τις κοινωνίες. Το υπόλοιπο δεν είναι παρά σκωρίες (το επίπεδο 3 αποτελείται από περιοχές όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί η οικονομία της διαμονής ή η άτυπη οικονομία, περιοχές της λεηλασίας των πρώτων υλών και των φυλετικών πολέμων) ή ολισθήματα (το επίπεδο 1 αποτελείται από τον κόσμο που πραγματοποιεί την ενότητα των διαφόρων μορφών του κεφαλαίου μέσω των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των πολυεθνικών εταιρειών, των μονοπωλίων και αυτό υπό την αιγίδα των μεγαλύτερων κρατών που έχουν ξεκινήσει και ολοκληρώσει τα νέα δίκτυα εξουσίας και ισχύος), όπως αφήνεται να εννοηθεί στο τέλος της σημείωσης 18.
25 Είναι εκεί όπου ο Μπρωντέλ καταθέτει την άποψή του για τον μαρξισμό 22 .Χωρίς να την αναπτύσσει (δεν είναι οικονομολόγος), παίρνει έμμεσα τη θεωρία της αξίας της εργασίας και βλέπει στην κυκλοφορία και στη δραστηριότητα των εμπόρων κάτι που νοθεύει την ανταλλαγή στην "αξία" της. Αν αφαιρεθούν οι ενδιάμεσοι, δεν θα υπάρχει πλέον κέρδος, αλλά μια δίκαιη μοιρασιά των προσπαθειών του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό οδηγεί, στον Μπρωντέλ, σ’ ένα ιδανικό μοντέλο οικονομίας της αγοράς  χωρίς εμπόρους! Παρεμπιπτόντως αυτό επιστρέφει επίσης στην αντίληψη των κλασικών και των μαρξιστών, μιας ανταλλαγής ως σύστημα διευρυμένου αντιπραγματισμού, το οποίο δεν είναι αποδεκτό. Πράγματι, ο αντιπραγματισμός τίθεται σε σχέση με υποκειμενικές αξιολογήσεις, που αποτελούν τμήμα ενός πλαισίου κοινωνικών δομών σταθερών και δυσανάλογων μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση με ένα ουδέτερο τρίτο μέρος που θα λάμβανε τη μορφή του εμπόρου και του χρήματος.
26Ο αντιπραγματισμός δεν δημιουργεί αξία από την οικονομική άποψη του όρου, ακόμη και αν λάβει ευρεία έκταση. Για να αναδυθεί η αξία πρέπει να δημιουργηθεί μια πολιτική και κανονιστική ρήξη, οι νέες κοινωνικές σχέσεις με έναν τρόπο.
27Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες και μαρξιστικές θεωρήσεις, δεν είναι ο έμπορος ως τέτοιος, ο οποίος θα δημιουργήσει το χρήμα ως θεσμό, ακόμα και αν μπορεί να δημιουργήσει το χρήμα ως αντικείμενο, την πίστωση, την εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η καθιέρωση του χρήματος ως καθεστώς, θα είναι ρόλος της εξουσίας (η εξουσία της «έκδοσης νομίσματος»). Η αντικειμενική ισοδυναμία  (αυτή που δεν ανέχεται πλέον παρά μόνο μια σταθερή τιμή) αντικαθιστά επομένως τις υποκειμενικές εκτιμήσεις (οι οποίες προϋποθέτουν τη δυνατότητα μιας διαπραγμάτευσης) σε ένα πλαίσιο όπου η κάθετη δομή της εξουσίας αντιτίθεται στην οριζόντια δομή των συναλλαγών με σκοπό να επιβάλλει τον καθολικό χώρο της γενικευμένης ανταλλαγής. Στην προοπτική αυτή, το χρήμα δεν είναι πρώτα και κύρια ένα γενικευμένο ενδιάμεσο των ανταλλαγών, αλλά μια συνθήκη της σύστασής τους.
28Είναι μια νέα μεσαία τάξη "ελεύθερων" εμπόρων στο τοπικό πεδίο της κοινωνίας τους, που θα ωθήσουν σταδιακά την αγροτική βιομηχανία, αδυνατώντας να συμμετάσχουν στις αποικιακές περιπέτειες, δημιουργούν τη βιομηχανική επανάσταση με την υποστήριξη των κρατών. Θα έπρεπε η αγορά να συσταθεί έτσι ώστε η «φυσική τάξη» της διαδικασίας Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε) να μετασχηματιστεί σε  Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα (Χ-Ε-Χ). Αλλά η θέσμιση της αγοράς, είναι επίσης η σταδιακή επιβολή ενός καπιταλιστικού φαντασιακού. Μπορεί να υπάρχουν διάφορα επίπεδα, αλλά οι διάφορες μορφές του κεφαλαίου αναπτύχθηκαν σε μια ένταση που εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της «βίας του χρήματος» (Aglietta) πάνω στις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη της αγοράς και η ανάπτυξη αυτού του φανταστικού βαδίζουν επομένως μαζί. Το Χ-Ε-Χ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Ε-Χ-Ε παρά μόνο στο πλαίσιο μιας αγοράς σε επέκταση για την οποία μια συγκεκριμένη δραστηριότητα του κεφαλαίου στην εμπορική μορφή του είναι απαραίτητη. Αυτή η επέκταση περνά επίσης από την αντικατάσταση της τοκογλυφίας από ένα πιστωτικό σύστημα. Όλη αυτή η κίνηση αναγνωρίστηκε λανθασμένα από τους μαρξισμούς, καθώς δεν εγκατέλειψαν την αντίληψη της ανάδυσης μιας αστικής τάξης βιομηχανικής και προοδευτικής που άσκησε ένα ηγετικό ρόλο 23 .
29Είναι η ισοδυναμία των μορφών κεφαλαίου που δεν έχει κατανοηθεί από τον μαρξιστικό ιστορικό ντετερμινισμό για τον οποίο όλα όσα προηγούνται της βιομηχανικής επανάστασης αποτελούν μια παιδική φάση του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός βαδίζει με τις μπότες της κλασικής αγγλικής πολιτικής οικονομίας. Παραμένει σ’ ένα έδαφος που ανήκει στο επίπεδο 2, δηλαδή στο επίπεδο της υλικής παραγωγής και των νόμων της αγοράς, το καθοριστικό επίπεδο. Το επίπεδο επομένως, ενός βιομηχανικού κεφαλαίου, που διαρθρώνεται γύρω από τις σχέσεις παραγωγής που βασίζονται στην ιδιοκτησία, στην εξύψωση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και στην πίστη στην Πρόοδο, στον σαφή διαχωρισμό σε δύο μεγάλες τάξεις, και μια προνομιακή μορφή πολιτικής, την κοινοβουλευτική δημοκρατία της αστικής κοινωνίας.

30Από αυτή την άποψη, έχουμε καθορίσει την συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαίου που στοχεύει στην ολότητα ως μια κοινωνική σχέση, διότι ουσιαστικά διαμεσολαβείται από την αμοιβαία εξάρτηση των δύο τάξεων και έδρασε με την διαλεκτική της ταξικής πάλης. Αλλά τελικά θα παραμείνουμε αιχμάλωτοι της μαρξιστικής αντίληψης που θεωρεί το επίπεδο 2 την κινητήρια δύναμη  της όλης διαδικασίας, διότι είναι μέσα σε αυτό το επίπεδο που βρίσκουμε την εργασία άμεσα οριζόμενη ως παραγωγική ταυτόχρονα πηγή  της αξιοποίησης του κεφαλαίου και της άρνησής του. Η δική μας ανάγνωση των διαφόρων "οικονομικών κρίσεων" εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά ιδίως υπό το πρίσμα αυτής του 2008, απαιτεί τώρα από εμάς να ανεγείρουμε τον θεωρητικό εξοπλισμό μας.